Νικόλαος Δ. Αλεξανδράκος Ψυχολόγος Ψυχοθεραπευτής (+30) 210 36 48 074 info@psychotherapies.gr
Ογκοσεξολογία. Το Σεξ μετά τον Καρκίνο.
Ογκοσεξολογία. Το Σεξ μετά τον Καρκίνο.
"Καμία προσέγγιση στη φροντίδα του καρκίνου δεν αξιώνει τον χαρακτηρισμό της ολιστικής,
εφόσον δεν θίγει τη σεξουαλικότητα και την επαφή."
Dr. Woet L. Gianotten, MD, consultant in oncosexology, εισηγητής του όρου "Ογκοσεξολογία", 1998.
Σήμερα μπορούμε να βρούμε -έστω και ελάχιστες- εξειδικευμένες δομές παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας στον τομέα της ψυχοογκολογίας (δείτε ενδεικτικά εδώ), η οποία απευθύνεται σε ασθενείς με καρκίνο που χρειάζονται ψυχολογική στήριξη παράλληλα με την ιατρική θεραπεία, για να αντιμετωπίσουν τις αλλαγές που επιφέρει η νόσος, καθώς και στους οικείους τους με ανάγκη ψυχολογικής στήριξης ή συμβουλευτικής. Ωστόσο, λείπουν εξειδικευμένες υπηρεσίες για τους ασθενείς αυτούς με τους συντρόφους τους, όπου να μπορούν να βρουν τρόπους αντιμετώπισης των σεξουαλικών προβλημάτων που προκύπτουν τόσο από τη νόσο όσο και από τις ιατρικές θεραπείες για αυτήν.
Οι συνεχείς βελτιώσεις των ογκολογικών παρεμβάσεων έχουν ως αποτέλεσμα το αυξημένο προσδόκιμο ζωής, με κάποιους τύπους καρκίνου να μετατρέπονται ουσιαστικά από οξείες σε χρόνιες νόσους. Η νόσος ωστόσο, από τη διάγνωση μέχρι τις θεραπείες της, έχει τεράστιο αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής τόσο των ασθενών όσο και των συντρόφων τους, καθώς μεταξύ άλλων επιβαρύνεται και η ικανότητα διατήρησης της σεξουαλικής σχέσης. Οι σχετικές μελέτες προσδιορίζουν τις σεξουαλικές διαταραχές που οφείλονται σε ογκολογικές θεραπείες σε ένα ποσοστό της τάξης του 35% - 50%, ποσοστό επαυξημένο σε γυναικολογικούς και ουρολογικούς καρκίνους, που φτάνει στο 100% σε περιπτώσεις, όπως της ορμονικής θεραπείας σε όργανα του γεννητικού/πυελικού εδάφους. Με την κυρίως ανησυχία -αναμενόμενα και δικαιολογημένα- να στρέφεται γύρω από την ίδια την επιβίωση και το προσδόκιμο ζωής μετά τις ιατρικές θεραπείες, αγνοούνται ή δεν καλύπτονται επαρκώς ανησυχίες σχετικά με την ποιότητα ζωής πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από αυτές τις παρεμβάσεις. Το συνοδό άγχος και η κατάθλιψη καθώς και η δυσκολία ή το ταμπού του ζεύγους ασθενούς/συντρόφου να το θέσουν σε κάποια προτεραιότητα μαζί και με την απροθυμία των ιατρών να θίξουν ιδία πρωτοβουλία θέματα σεξουαλικότητας και συναισθημάτων, διαμορφώνει ένα ιδιαίτερο πλαίσιο αναφοράς της σεξουαλικής λειτουργίας των ογκολογικών ασθενών, που συχνά αναφέρουν αφενός ότι αισθάνονται συστολή να ρωτήσουν μήπως ακουστεί παράταιρο μέσα στη βαρύτητα των άλλων θεμάτων, αφετέρου όμως ότι θα ήθελαν να έχουν ενημερωθεί τόσο για τυχόν αναμενόμενες σεξουαλικές δυσλειτουργίες όσο και για τη θεραπευτική τους αντιμετώπιση.
Η ογκοσεξολογία απευθύνεται τόσο στις επιπτώσεις της νόσου όσο και στην ποιότητα ζωής του ασθενούς και των οικείων του κατά τη διάρκεια και μετά από τις ιατρικές παρεμβάσεις (χειρουργεία, χημειοθεραπείες, ακτινοθεραπείες και φαρμακευτικές αγωγές), στις παρενέργειες δηλαδή της θεραπείας για τη νόσο, καθιστώντας έτσι υπό μία σαφή έννοια ευθύνη των θεραπόντων και του συστήματος περίθαλψης τουλάχιστον την ενημέρωση, αν όχι και την επαναλαμβανόμενη αξιολόγηση ιδιαίτερα με αλλαγές της νόσου και/ή της θεραπείας. Σε κάποιες χώρες έχουν ήδη αναπτυχθεί δομές ογκοσεξολογίας ή σχεδιάζονται τέτοιες υπηρεσίες εντός δομών ψυχοογκολογίας με διεπιστημονικό προσωπικό ιατρών, ψυχολόγων, σεξολόγων, θεραπευτών ζευγαριών και νοσηλευτών. Απουσία επίσημης εκπαίδευσης στο τεμνόμενο πεδίο μεταξύ ογκολογίας, ψυχολογίας και σεξολογίας, την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, όπου δεν υπάρχουν σχετικές δομές ή δεν επαρκούν, συνήθως αναλαμβάνουν οι αναφερόμενοι ειδικοί με διακριτές παρεμβάσεις· το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό επί ενημέρωσης και ιατρικής/φαρμακευτικής παρέμβασης, οι ψυχολόγοι και ψυχοθεραπευτές επί συμβουλευτικής, ψυχοθεραπείας, αναπροσαρμογής των προ-καρκινικών μοτίβων συσχέτισης, και συντροφικής αποδοχής και υποστήριξης, και οι σεξολόγοι επί στοχευμένων σεξολογικών παρεμβάσεων στις ψυχοσεξουαλικές διαταραχές. Ακολούθως επιχειρείται μία συγκέντρωση πληροφοριών γύρω από ζητήματα που άπτονται της ογκοσεξολογίας υπό το πρίσμα της ψυχολογίας, της ψυχοθεραπείας, της θεραπείας ζεύγους και της σεξολογίας -βάσει δηλαδή των ειδικεύσεων του γράφοντος- με στοιχειώδεις και βιβλιογραφικά προερχόμενες ιατρικές/ογκολογικές πληροφορίες.
Καταρχήν δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε τη συλλογική ασυνείδητη αντίθεση ανάμεσα στο σεξ ως εννοιολογικό πλαίσιο της υγείας, της νεότητας και της ζωής και στον καρκίνο με εννοιολογικές αναφορές στην αρρώστια, την αναπηρία και τον θάνατο· και ίσως είναι το πλέον σημαντικό μήνυμα μίας ογκοσεξολογικής προσέγγισης η υπενθύμιση στο σύστημα ασθενούς-συντρόφου-θεραπόντων ότι ο άνθρωπος έχει επιζήσει και αξιώνει τα δικαιώματά του, μεταξύ άλλων σε μια σεξουαλική ζωή. Η διατήρηση μίας σεξουαλικής ζωής έχει σαφή ιατρικά οφέλη για τον καρκινοπαθή ασθενή, όπως χαλάρωση της μυϊκής έντασης μέσω της διέγερσης και του οργασμού, μείωση του πόνου τόσο μέσω διάσπασης της προσοχής όσο και μέσω της απελευθέρωσης ενδορφινών (ενδογενή οπιοειδή), βελτίωση του ύπνου, μείωση του άγχους και αύξηση της συναισθηματικής έκφρασης του ζεύγους μέσω αυξημένης έκκρισης ωκυτοκίνης, και μείωση της κατάθλιψης τόσο μέσω σεξ όσο και μέσω αυνανισμού. Αντίθετα, η μη διαθεσιμότητα για συντροφικό σεξ παρουσία της νόσου έχει συσχετιστεί με αυξημένο ποσοστό χωρισμών, με τους χωρισμένους ασθενείς να κάνουν μεγαλύτερη χρήση αντικαταθλιπτικών, να χρήζουν μεγαλύτερων περιόδων νοσηλείας και να πεθαίνουν σε μεγαλύτερο ποσοστό στο νοσοκομείο παρά στο σπίτι, όταν η νόσος είναι καταληκτική. Ας δούμε αναλυτικά πως επηρεάζεται η σεξουαλικότητα σε τρεις μείζονες άξονες, της σεξουαλικής λειτουργίας (τις φάσεις του σεξουαλικού κύκλου), της σεξουαλικής ταυτότητας (το νέο εγώ και το νέο εσύ) και της σεξουαλικής σχέσης (το νέο εμείς), καθώς και τις στρατηγικές και εφαρμογές της ογκοσεξολογικής θεραπευτικής παρέμβασης.
Σεξουαλική Επιθυμία. Η έλλειψη της σεξουαλικής επιθυμίας είναι αναμενόμενη απουσία τεστοστερόνης (υπογοναδισμός). Υπογοναδισμός μπορεί να συμβεί τόσο στον καρκίνο του προστάτη όσο και σε γυναικολογικούς καρκίνους, όπου αφαιρούνται οι ωοθήκες, καθώς και λόγω ακτινοθεραπειών στην πυελική περιοχή αλλά και εκτεταμένων χημειοθεραπειών, οπότε η καταστροφή ιστού στους όρχεις ή τις ωοθήκες προκαλεί ολικό ή μερικό υπογοναδισμό, αλλά και λόγω της λήψης αντικαταθλιπτικών και οπιοειδών ως μειζόνων αναλγητικών. Ο υπογοναδισμός, εκτός από τη σεξουαλική επιθυμία, επηρεάζει τη διεγερσιμότητα, τη στύση, τη μυϊκή δύναμη, την ικανότητα και ισχύ του οργασμού (ιδιαίτερα στις γυναίκες), την αίσθηση των σεξουαλικών οργάνων και τη διάθεση. Εκτός του γεννητικού/πυελικού πλαισίου καθαυτού, το 40% γενικά των καρκινοπαθών διαγιγνώσκονται με κατάθλιψη, άγχος, διαταραχή προσαρμογής και δυσθυμία, συνθήκες που περιορίζουν σημαντικά τη σεξουαλική επιθυμία στην πλειοψηφία τους, ενώ οι αλλαγές στη ζωή των ασθενών και των συντρόφων τους επιβαρύνουν την αυθόρμητη έκφραση ή δεκτικότητα της σεξουαλικής επιθυμίας. Η κόπωση τέλος διαμορφώνει πλαίσιο μειωμένης σεξουαλικής επιθυμίας, ευρισκόμενη σε ένα 80% γενικά των καρκινοπαθών ασθενών με μεγαλύτερη έμφαση -και μάλιστα ήδη πριν τη διάγνωση- σε περιπτώσεις καρκίνου στο αίμα και τη λέμφο ή κάποιων γυναικολογικών καρκίνων καθώς και σε μεταγενέστερα στάδια χημειοθεραπείας.
Διέγερση / Στύση. Απουσία επαρκούς τεστοστερόνης δεν μπορεί επίσης να υπάρξει διεγερσιμότητα, ως απόρροια της επιθυμίας, και κατ' επέκταση διέγερση (εφύγρανση ή στύση). Εδώ βλέπουμε έμφυλη διαφοροποίηση. Με τη συνουσία και τη διείσδυση να είναι έννοιες πολύ πιο έντονα συνδεδεμένες με το σεξ για τους άνδρες (ασχέτως προσανατολισμού) η απουσία στύσης σηματοδοτεί εξίσου πιο έντονα τη σεξουαλική δυσλειτουργία απ' ότι η απώλεια εφύγρανσης για τις γυναίκες, η οποία αντισταθμίζεται με κάποιο ενυδατικό ή -κατά περίπτωση- και κάποια αποδοχή του πόνου. Ενώ για τις γυναίκες πρόκειται για λειτουργικό θέμα, για τους άνδρες συχνά πρόκειται για ναρκισσιστικό πλήγμα· αφορά στην ίδια τη σεξουαλική ταυτότητα και τις προσωπικές και κοινωνικές προεκτάσεις της. Για τη στυτική δυσλειτουργία γενικά υπάρχει πολυσχιδής ερμηνευτική (διαβάστε περισσότερα εδώ), ωστόσο στο παρόν ογκολογικό πλαίσιο η πλειοψηφία των περιπτώσεων ανάγεται σε καταστροφή των στυτικών νεύρων στην κατώτερη πύελο μετά από ριζικά χειρουργεία σε καρκίνο του προστάτη, της κύστης ή του εντέρου, καθώς και σε περιπτώσεις ακτινοθεραπείας, αν και με βραδύτερο ρυθμό. Στις γυναίκες έχει παρατηρηθεί μείωση της διεγερσιμότητας με την απώλεια ερογόνων ζωνών, όπως για παράδειγμα σε περιπτώσεις μαστεκτομής, άμεσα λόγω απώλειας του ερεθισμού των μαστών και έμμεσα -και πιο σημαντικά- λόγω πλήγματος στην εικόνα του σώματος και τη σεξουαλική ταυτότητα με αντίκτυπο στη σεξουαλική λειτουργία και κατ' επέκταση τη σεξουαλική και συντροφική σχέση.
Οργασμός / Εκσπερμάτιση. Για τους περισσότερους άνδρες οργασμός και εκσπερμάτιση βιώνονται ως ένα και το αυτό, κάτι που προκαλεί σύγχυση σε περιπτώσεις καρκίνων και ακτινοθεραπείας σε πυελικά όργανα (προστάτη ή κύστη), οπότε και συχνά παύει η εκσπερμάτιση χωρίς ωστόσο απώλεια της οργασμικής αίσθησης, αν και κάποιες φορές είναι επίπονη ή συνοδεύεται με απώλεια ούρων. "Ξηρός οργασμός", όπως επίσης λέγεται (χωρίς εκσπερμάτιση δηλαδή), καθώς και ανάδρομη εκσπερμάτιση (όταν το σπέρμα χάνεται μέσα στην κύστη αλλά με καλή οργασμική αίσθηση) παρατηρούνται σε περιπτώσεις χειρουργείων για καρκίνο των όρχεων. Ακόμη όμως κι αν δεν έχει διαταραχθεί η λειτουργία του οργασμού καθαυτή, μία στυτική δυσλειτουργία, όπως περιγράφηκε παραπάνω, είναι στο δια ταύτα το ίδιο. Για τις γυναίκες συχνά υπάρχει εξαρχής η εσφαλμένη -και προερχόμενη από τον ανδρικό κόσμο- πεποίθηση ότι έχουν οργασμό κατά τη διείσδυση, στην πραγματικότητα όχι κάτι σύνηθες. Οι γυναίκες χρειάζονται χρόνο και ποικιλία ερεθισμών και διέγερσης μέχρι να κλιμακώσουν σε οργασμό -ή ακόμη και σε οργασμούς- και η έλλειψη τέτοιων συνθηκών συχνά προκαλεί πόνο, που τελικά δεν επιτρέπει την οργασμική αίσθηση, όπως συμβαίνει και στις περιπτώσεις καρκίνων στη γεννητική/πυελική περιοχή. Ο οργασμός απαιτεί καλή εννεύρωση και καλή νευροδιαβιβαστική ισορροπία και τα περισσότερα τελικά προβλήματα στη λειτουργία του είναι φαρμακογενή και κυρίως οφειλόμενα στα αντικαταθλιπτικά, τα οποία άλλωστε δεν σπανίζουν στους καρκινοπαθείς ασθενείς.
Το νέο εγώ. Πολλά μέρη του σώματος, η εμφάνιση και η λειτουργικότητά τους είναι ταυτισμένα με τη σεξουαλικότητά μας υπό την έννοια του να αισθανόμαστε ερωτικά ελκυστικοί και σεξουαλικά επιθυμητοί. Η συνοχή αυτή διακυβεύεται όταν ο καρκίνος και οι θεραπείες του απειλούν με ακρωτηριασμούς ή σοβαρές χειρουργικές παρεμβάσεις (πέους, όρχεων, στήθους, κόλπου), με παραμορφώσεις (απώλεια μυϊκής μάζας, ανάπτυξη γυναικομαστίας, απίσχναση, αλωπεκία), με τραυματισμούς (χειρουργικές ουλές, κολοστομία, εγκαύματα ακτινοθεραπείας) και με δυσλειτουργίες (κόπωση, διάρροια, ναυτία, ξηροστομία, ανοσμία/αγευσία, άφθωση). Ειδικά στο δέρμα δύνανται να αφορούν πολλές δυσλειτουργικές μεταβολές λόγω των ακτινοθεραπειών και των χημειοθεραπειών, όπως αλλαγή στην οσμή, εφίδρωση, αποχρωματισμοί, μειωμένη αισθητικότητα, υπεραισθησία, παραισθησία και πόνος. Πέραν των σωματικών αλλαγών η ευαλωτότητα, ο φόβος εγκατάλειψης και η δυσκολία στη λήψη ηδονής εμφανίζονται ήδη από τη διάγνωση. Στα πρώιμα στάδια της νόσου συχνότερα καταγράφονται διαταραχές προσαρμογής (αμηχανία, ευερεθιστότητα, δυσφορία, άγχος, θυμός, απόγνωση, απόσυρση) ενώ στα όψιμα συνηθέστερα παρατηρείται μείζων κατάθλιψη με τη σεξουαλικότητα να διαφοροποιείται από μειωμένη ως απόρροια των παραπάνω σε αυξημένη ως αντιστάθμισμά τους, κάτι που τονίζει εμφαντικά την αξία μίας ογκοσεξολογικής πλαισίωσης, που θα διευκολύνει την επικοινωνία για τις σεξουαλικές ανησυχίες και τις εναλλακτικές φέρνοντας στο προσκήνιο τον άνθρωπο αντί για τη νόσο.
Το νέο εσύ. Ένας καρκίνος φέρνει και τους συντρόφους σε διεργασίες πένθους και προσαρμογής σε νέες καταστάσεις. Στη διάγνωση και τις πρώιμες αλλά πιο εντατικές θεραπευτικά φάσεις η σεξουαλικότητα μάλλον υποβαθμίζεται στη σκιά μιας εν δυνάμει απώλειας, ωστόσο στην πορεία ανακτά τη σημασία της επιφέροντας ενίοτε και συναισθήματα θυμού και δυσφορίας, όταν η νόσος έχει αφήσει κάποια δυσλειτουργία. Η έλλειψη πρωτοβουλίας είναι κομβική εδώ· για τους ασθενείς συνήθως έχει να κάνει με τον φόβο απόρριψης καθώς μπορεί να μην αισθάνονται ελκυστικοί και σεξουαλικά επιθυμητοί και για τους συντρόφους με ενοχές για ανάρμοστη προτεραιοποίηση των σεξουαλικών αναγκών και φόβο ότι μπορεί να πληγώσουν τους ασθενείς. Πολλοί σύντροφοι αναλαμβάνουν τη φροντίδα των ασθενών στο σπίτι, ρόλος για τον οποίο συχνά δεν μιλούν υπό το βάρος της νόσου, που οι ίδιοι ωστόσο δεν έχουν, με σύνηθες αποτέλεσμα βιώματα "περιορισμού" λόγω της ανάληψης περισσότερων καθηκόντων μέσα στο σπίτι μαζί με τη φροντίδα των ασθενών καθώς και διαρκούς "αβεβαιότητας και σύγχυσης" ως εγγενή στοιχεία της πορείας της νόσου. Οι νέες ισορροπίες φέρνουν τους συντρόφους αντιμέτωπους με άγχος, κατάθλιψη, περιορισμένη αυτοπεποίθηση, προβλήματα προσαρμογής, θυμό και φόβο, που περιστρέφεται και γύρω από τη δική τους υγεία. Όταν ο ρόλος του φροντιστή επισκιάζει αυτόν του σεξουαλικού συντρόφου, κάποιες φορές η σεξουαλική ικανοποίηση αναζητείται σε άλλο πρόσωπο και κάποιες φορές παρέχει την ευκαιρία για ανανέωση του συντροφικού/σεξουαλικού δεσμού· για το τι τελικά θα συμβεί σημαντικοί παράγοντες είναι η προσωπικότητα, το ιστορικό της σχέσης και η ύπαρξη θεραπευτικής βοήθειας.
Το νέο εμείς. Με τα σεξουαλικά προβλήματα να απηχούν τόσο στους ασθενείς όσο και στους συντρόφους, στην ογκοσεξολογική παρέμβαση "ασθενής" είναι το ζευγάρι. Επιμέρους πτυχές είναι η σεξουαλική λειτουργικότητα (π.χ. στυτική δυσλειτουργία, διαταραχή γεννητικού/πυελικού πόνου/διείσδυσης), η σεξουαλική εμπειρία (π.χ. πένθος και δυσφορία αντί ευχαρίστησης, διακεκομμένη δραστηριότητα λόγω αισθημάτων μη επιθυμίας και μη ελκυστικότητας), η σημασία του σεξ (π.χ. επιβεβαίωση της υγείας και της έμφυλης/σεξουαλικής ταυτότητας, η παρηγορητική και καταπραϋντική του λειτουργία) και η προτεραιότητά του (π.χ. σε πλαίσιο έντονου υπαρξιακού άγχους). Ιδιαίτερη συνθήκη αποτελεί η γονιμότητα, ως αναπόσπαστο στοιχείο της σεξουαλικότητας για το νέο ζευγάρι, η οποία δύναται να επηρεαστεί ποικιλοτρόπως, από πλήρη αδυναμία λόγω επεμβάσεων στα γεννητικά όργανα, δυσχέρεια στην παραγωγή ωαρίων ή σπερματοζωαρίων, καθώς και επικινδυνότητα για το έμβρυο δυνάμει τερατογονικής επίδρασης των ακτινοθεραπειών και/ή χημειοθεραπειών. Πέραν των επαγόμενων προβλημάτων από τη νόσο και τις θεραπείες της μεγάλη σημασία έχει το σεξουαλικό ιστορικό του ζεύγους πριν τη διάγνωση, οπότε η σεξολογική προσέγγιση μπαίνει σε ένα ευρύτερο ψυχοθεραπευτικό πλαίσιο. Αυτό αφορά στην προοπτική του ζεύγους για το μέλλον, τις νέες απαιτήσεις και την προσαρμογή σε αυτές, καθώς και τη νέα σεξουαλικότητα μέσω ολιστικής ψυχοθεραπευτικής/ογκοσεξολογικής προσέγγισης, όπως αναλύεται ακολούθως.
Ογκοσεξολογία. Συνιστά, όπως είδαμε, πεδίο τομής όμορων ειδικοτήτων με κοινό παρονομαστή τον καρκίνο και τις επιπτώσεις του στη σεξουαλικότητα. Κάθε ένας καρκίνος καθώς και κάθε μία ογκολογική θεραπεία έχει τις ιδιαίτερες επιπτώσεις στη σεξουαλικότητα των ασθενών και των συντρόφων τους, ωστόσο μια αναλυτική παράθεση θα ξεπερνούσε τα όρια και τους σκοπούς του παρόντος. Μοιράζοντας ωστόσο την προσοχή μας στους τρεις μείζονες άξονες, της σεξουαλικής λειτουργίας, της σεξουαλικής ταυτότητας και της σεξουαλικής σχέσης, στοιχεία των οποίων περιγράφονται παραπάνω, διακρίνουμε τις ακόλουθες -πρωτεύουσες αλλά όχι μοναδικές- ογκοσεξολογικές στρατηγικές:
-
ευαισθητοποίηση στη διαφοροποίηση των φύλων ως προς την επιθυμία και την αίσθηση της ταυτότητας,
-
διερεύνηση και αναδόμηση των σεξουαλικών ρόλων και των σεξουαλικών μοτίβων προ της νόσου,
-
επένδυση στη συντροφική εγγύτητα με αυτο-αποκάλυψη και αναφορικά με τον συναισθηματικό δεσμό, τις κοινές αξίες και τα όνειρα,
-
ενθάρρυνση της σωματικής στοργής με κράτημα χεριών, αγκαλιά, φιλιά και γενικά φυσική επαφή,
-
διεύρυνση της μη διεισδυτικής σεξουαλικότητας με σεξουαλικό μασάζ, χάιδεμα γεννητικών περιοχών, αμοιβαίο αυνανισμό, στοματικό σεξ και σεξουαλικά παιχνίδια,
-
αναπλαισίωση της διείσδυσης με ανάπτυξη νέων ερογόνων ζωνών και σεξουαλικών πρακτικών, συνεπικουρούμενη όπου χρειάζεται με φάρμακα ή άλλα σκευάσματα,
-
προσαρμογή του χρόνου και των δραστηριοτήτων στις δυνατότητες του ασθενούς -αλλά και του συντρόφου- ως προς την κόπωση,
-
εξισορρόπηση μεταξύ της ικανοποίησης και του πόνου με εκμάθηση στάσεων, αναπροσαρμογή σεναρίων και ενημερωμένη φαρμακευτική αγωγή,
-
πειραματισμό με χρήση σεξουαλικών εργαλείων και παιχνιδιών είτε ως βοηθήματα στην επιθυμία/διέγερση είτε ως υποκατάστατα στη λειτουργικότητα,
-
συζήτηση για την έκθεση και τη ντροπή στις περιπτώσεις κολοστομίας και/ή ακράτειας αλλά και πρακτική διαχείριση με διατροφική προετοιμασία και συγχρονισμό, και
-
ενημέρωση για τις φαρμακευτικές αγωγές και τις παρενέργειές τους, συμπεριλαμβανομένων των αντικαταθλιπτικών και των μείζονων αναλγητικών που δίδονται στη νόσο.
Η προσθήκη αισθητηριακού εστιασμού (βραχύχρονη ημιδομημένη σεξολογική παρέμβαση) καθώς και πειραματισμού προσαρμοσμένων στο εκάστοτε ογκοσεξολογικό θεραπευτικό αίτημα σε ένα ευρύτερο ψυχοογκολογικό πλαίσιο (ψυχοθεραπείας και/ή θεραπείας ζεύγους και ιατρικής ενημέρωσης) μπορεί να εξυπηρετήσει τις αναφερόμενες στρατηγικές. Κατά ανάλογο τρόπο που η ψυχοθεραπεία αποτελεί μία μοναδική συνθήκη συνάντησης ανθρώπων και εξελίσσεται κατά μοναδικό και αυθεντικό τρόπο, έτσι και στην ογκοσεξολογία κάθε ασθενής, κάθε σύντροφος και κάθε ζευγάρι που προκύπτει από αυτή τη συνάντηση αποτελεί μία μοναδικότητα και ως τέτοια οφείλει να γίνεται κατανοητή και προσεγγίσιμη.
Ενώ βλέπουμε τις σεξουαλικές διαταραχές να επισυμβαίνουν σε μεγάλο ποσοστό των καρκινοπαθών ασθενών, ωστόσο δεν χρήζουν παρέμβασης όλοι οι ασθενείς και/ή τα ζευγάρια και ο ασφαλής τελικά τρόπος να το διακρίνουμε αυτό είναι όταν το ερώτημα αναδεικνύεται· αναφορές από την Ολλανδία, πρωτοπόρου χώρας στην ογκοσεξολογία, δείχνουν ότι ακόμη και σε καταληκτικά στάδια η διερεύνηση της σεξουαλικότητας προσφέρει ικανοποίηση στον ασθενή καθώς ερμηνεύεται ως στοιχείο ότι αντιμετωπίζεται ακόμη ως άνθρωπος. Ο επιπολασμός γενικά της νόσου αυξάνει εκθετικά στην "τρίτη" ηλικία και βλέπουμε ήδη τη γενιά των baby boomers (σημερινούς 60+ που σεξουαλικοποιήθηκαν στις δεκαετίες της απελευθέρωσης και της απενεχοποίησης, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο) να τους αφορά εμφαντικά το ζήτημα της σεξουαλικότητας ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής ακόμη και παρουσία της νόσου. Γνωρίζουμε ότι η διατήρηση της σεξουαλικής εγγύτητας από τη διάγνωση και κατά την πορεία της νόσου και των θεραπειών αποτελεί εξαιρετικά βοηθητικό παράγοντα στην αποκατάσταση της σεξουαλικότητας μετά τον καρκίνο, συνεπώς η επιδίωξη διατήρησης της σεξουαλικής επαφής πλαισιωμένης ογκοσεξολογικά, όπως περιγράφεται εδώ, έχει θετικό αντίκτυπο τόσο στη σεξουαλικότητα των συντρόφων καθαυτή όσο και την προοπτική για τη σχέση του ζεύγους.
Tο περιεχόμενο του άρθρου παρέχεται υπό τη διεθνή άδεια Creative Commons Attribution-NonCommercial-ShareAlike 4.0
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή του περιεχόμενου "χωρίς αλλαγές", "με αναφορά στο δημιουργό", "για μη εμπορική χρήση"