top of page


Συχνές Ερωτήσεις

 

Πότε να απευθυνθώ σε έναν ειδικό ψυχικής υγείας;

Μεγαλώνουμε συζητώντας τα θέματα που μας απασχολούν με τους οικείους μας είτε αυτοί είναι οι γονείς μας, τα αδέρφια μας και άλλοι στενοί συγγενείς είτε - και από μια ηλικία και μετά συνήθως έτσι είναι - οι φίλοι και οι σύντροφοί μας. Στις πιο πολλές περιπτώσεις κάτι τέτοιο είναι αρκετό ώστε να μοιραστούμε τους προβληματισμούς μας, να βοηθηθούμε με μία επιλογή μας και εν τέλει να επικοινωνήσουμε τον ψυχισμό μας.

 

Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που ο προβληματισμός και η ανασφάλεια εμμένουν, περιπτώσεις όπου υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι κάτι λείπει από τη ζωή ή ότι κάτι πάει λάθος, περιπτώσεις όπου κυριαρχούν καθημερινά αρνητικά αισθήματα (π.χ. φόβος, λύπη, θυμός, ενοχές, ντροπή) και περιπτώσεις που εμφανίζεται ή συντηρείται αδικαιολόγητα έντονο άγχος ενώ μπορεί να παρουσιαστεί και πιο ειδική συμπτωματολογία (π.χ. κρίσεις πανικού, φοβίες, επίμονες σκέψεις ή παράλογες συμπεριφορές, απόγνωση) με έκπτωση στην ποιότητα ζωής μας, ακόμη και μείωση της λειτουργικότητάς μας στην καθημερινότητα (διατάραξη σχέσεων, εργασιακά προβλήματα, απομόνωση).

Το πρώτο βήμα εν τούτοις είναι να απευθυνθείτε σε έναν επαγγελματία ψυχικής υγείας και να αποφύγετε τις "αυτο-διαγνώσεις" μέσω του διαδικτύου ή πληροφοριών από φίλους "που ήξεραν κάποιον που το είχε αυτό", καθώς η κλινική διάγνωση είναι διαδικασία σύνθετη και εξατομικευμένη. Η ευρεία μάλιστα διάδοση αλλά και εκλαΐκευση ορολογίας από την ψυχολογία και την ψυχανάλυση, ειδικά τα τελευταία χρόνια, δύναται να λειτουργεί στρεβλωτικά ή και ανασταλτικά στην αυθεντική και ανθρώπινη έκφραση της όποιας ενόχλησης ή συμπτώματος.

 

 

 

Τι είναι ο κάθε ειδικός ψυχικής υγείας και σε ποιον να πάω;

Οι τίτλοι του "ψυχιάτρου", του "παιδοψυχιάτρου" και του "ψυχολόγου" είναι επαγγέλματα κατοχυρωμένα με αντίστοιχη άδεια άσκησης και νομικά προστατευμένα για αντιποίηση. Οι ψυχίατροι και οι παιδοψυχίατροι είναι απόφοιτοι σχολών ΑΕΙ Ιατρικής ειδικευμένοι στην ψυχιατρική και την παιδοψυχιατρική αντίστοιχα. Οι ψυχολόγοι είναι απόφοιτοι σχολών ΑΕΙ Ψυχολογίας, συνήθως - αλλά όχι απαραίτητα - μετεκπαιδευμένοι σε κάποιο επιμέρους επιστημονικό πεδίο (π.χ. "Κλινική Σεξολογία", "Νευροψυχολογία" κ.ο.κ.), χωρίς όμως αυτά να συνιστούν ξεχωριστή άδεια άσκησης επαγγέλματος αλλά είναι δηλωτικά της εξειδίκευσης και του στενότερου πεδίου ενασχόλησης του κάθε ψυχολόγου.

 

Επιπλέον, ο ψυχίατρος, ο παιδοψυχίατρος ή ο ψυχολόγος με ψυχοθεραπευτική εκπαίδευση υπογράφει και ως ψυχοθεραπευτής ή ανάλογα με το είδος της ψυχοθεραπευτικής του εκπαίδευσης ως ψυχαναλυτικός, γνωσιακός, συστημικός θεραπευτής, κτλ. δηλώνοντας ουσιαστικά τον τρόπο, με τον οποίο δουλεύει κλινικά. Το νομότυπο είναι κάποιος να υπογράφει είτε μόνον το επάγγελμά του ή αυτό μαζί με την τυχόν ψυχοθεραπευτική του ιδιότητα, π.χ. "Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπευτής", όχι όμως μόνον αυτήν.

Καλό είναι ο ενδιαφερόμενος να αναζητά επαγγελματίες ψυχικής υγείας με πιστοποιήσεις σε κάθε επίπεδο, ήτοι να είναι απόφοιτοι σχολών ΑΕΙ και να κατέχουν τη σχετική άδεια άσκησης επαγγέλματος από το κράτος, να έχουν ακολουθήσει κάποια ψυχοθεραπευτική εκπαίδευση, να έχουν υποβληθεί οι ίδιοι σε ψυχοθεραπεία και να έχουν κάποια χρόνια ψυχοθεραπευτικής δουλειάς υπό εποπτεία. Επιπλέον πιστοποιήσεις από θεσμικούς φορείς του εξωτερικού καθώς και συμμετοχές σε επιστημονικές εταιρείες και συλλόγους είναι ενδεικτικές επιστημονικής ανέλιξης, επαγγελματικής επάρκειας και αναγνωρισιμότητας και συνεπώς επιθυμητές.

 

 

 

Να πάρω φάρμακα ή να κάνω ψυχοθεραπεία;

Τα σύγχρονα ψυχοφάρμακα είναι στην πλειοψηφία τους σκευάσματα με εκλεκτικές δραστικές ουσίες και λιγοστές παρενέργειες ​που απευθύνονται στο σύμπτωμα με επάρκεια διασφαλίζοντας καλή λειτουργικότητα και βελτίωση της ποιότητας ζωής. Τα φάρμακα ωστόσο δεν απευθύνονται στην υποκείμενη ψυχολογική κατάσταση απ' όπου προέρχεται το σύμπτωμα και η διακοπή τους αφήνει ανοιχτή την περίπτωση υποτροπής του.

 

Η ψυχοθεραπεία αφορά στη συνολική διαχείριση της ψυχολογικής υπόστασης, συμπεριλαμβανομένης τυχόν συμπτωματολογίας. Τότε απώτερος στόχος είναι να κατασταθεί συνειδητά διαχειρίσιμη η ενδοψυχική σύγκρουση που παράγει το σύμπτωμα προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ή και να παύσει καθώς και να περιοριστεί η εν δυνάμει υποτροπή του. Πρόκειται για βραδεία διαδικασία, γι' αυτό και οι παρεμβάσεις είναι συνήθως ανοικτού τέλους. ​

Ένας επαγγελματίας ψυχολόγος και ψυχοθεραπευτής είναι εκπαιδευμένος να κατανοήσει και να διαφοροδιαγνώσει την αιτιοπαθογένεια και να συστήσει την ενδεδειγμένη θεραπευτική προσέγγιση είτε πρόκειται για ψυχοθεραπεία είτε για παραπομπή ή περαιτέρω αξιολόγηση σε όμορη ιατρική ή και άλλη ειδικότητα είτε κάποιο συνδυασμό αυτών.

 

 

 

Ξεκίνησα ψυχοθεραπεία. Κάνω μια "καλή" θεραπεία;

Καμία θεραπεία δεν αντανακλά εξιδανικευμένα την "τελειότητα" της θεωρίας από την οποία απορρέει και δεν είναι απαλλαγμένη από προβλήματα. Κανείς ψυχοθεραπευτής δεν είναι επίσης τέλειος. Ακόμη και για τους καλά εκπαιδευμένους και έμπειρους ψυχοθεραπευτές υπάρχουν πτυχές του εσωτερικού τους κόσμου άγνωστες και τμήματα του ψυχισμού τους αθεράπευτα.

 

Η πεποίθηση ότι η θεραπεία είναι καλή όταν κάνει τον θεραπευόμενο να αισθάνεται καλά ή όταν είναι σαφώς προσδιορισμένη και κυλάει ομαλά χωρίς δυσκολίες, δεύτερες σκέψεις και αναζητήσεις είναι εσφαλμένη. Μοιάζει με την πεποίθηση που ορίζει ως καλό εκείνο το γάμο όπου όλα πάντοτε οφείλουν να είναι καλά χωρίς προβλήματα. Αντιθέτως, βασικό συστατικό σε έναν καλό γάμο είναι η ικανότητα να εντοπίζονται και να επιλύονται τα προβλήματα όταν αυτά προκύπτουν.

 

Η ψυχοθεραπεία στον πυρήνα της είναι σχέση μεταξύ ανθρώπων και ως τέτοια ούτε μπορεί αλλά ούτε και οφείλει να είναι τέλεια. Αντίθετα, αθροίζει όλες τις εμπειρίες εξωτερικές και εσωτερικές, συνειδητές και ασυνείδητες, που προκύπτουν από την ίδια την "ατελή" ψυχοθεραπευτική σχέση. Ως διαδικασία υπόκειται σε σφάλματα και προκλήσεις, απελευθερώνει αισθήματα (ενίοτε ακραία, ποτέ όμως αναίτια) και μπορεί να οδηγήσει σε περιοχές ξένες και ανεξερεύνητες. Συνήθως με θετικό αποτέλεσμα.

Από μία ψυχοθεραπεία δεν προσδοκούμε παρά να είναι "επαρκώς καλή*" ώστε να είναι και αποτελεσματική!


* Πρόκειται για παραλλαγή στην έννοια της "επαρκώς καλής μητέρας" (good enough mother), που εισηγήθηκε ο παιδίατρος και ψυχαναλυτής D. Winnicott (1958). O σημαίνων ρόλος μίας επαρκώς καλής μητέρας είναι να προσαρμόζεται στο βρέφος προσδίδοντάς του ένα αίσθημα ελέγχου και "παντοδυναμίας" καθιστώντας δυνατή τη σύνδεση μεταξύ τους και διαμορφώνοντας ένα υποστηρικτικό περιβάλλον ("holding environment") που θα επιτρέψει τελικά στο βρέφος να μεταβεί με τους δικούς του ρυθμούς σε πιο αυτόνομη θέση.

 

 

 

Προστατεύομαι όταν "εκθέτω" τη ζωή μου και τη ζωή άλλων;

Η ίδια η δημιουργία και ύπαρξη της θεραπευτικής σχέσης προϋποθέτει τόσο την ψυχική και συναισθηματική επένδυση στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία όσο και την εμπιστοσύνη προς τον ψυχολόγο. Υπό αυτήν την έννοια το ιδιωτικό απόρρητο στην ψυχοθεραπεία είναι τόσο ηθικά και δεοντολογικά όσο και ουσιαστικά αυτονόητο από τη στιγμή της προσέλευσης του θεραπευόμενου στο γραφείο του ψυχολόγου. Πέραν όμως αυτού, ο νόμιμα αδειοδοτημένος ψυχολόγος υπάγεται στις επαγγελματικές κατηγορίες περί προστασίας του ιδιωτικού απορρήτου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 371 §1 και §2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και όπως ορίζεται ρητά στη σχετική νομοθεσία (Ν.991/1979, Ν.2646/1998) για το επάγγελμα του ψυχολόγου.

 

Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 40 του νόμου 4509/2017, οι ψυχολόγοι δεν εγκαλούνται και δεν ενάγονται για γνώμη που διατύπωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εκτός αν ενήργησαν με δόλο ή παραβίασαν το απόρρητο των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Ειδικές ωστόσο συνθήκες άρσης του απορρήτου αναφέρονται ως επί το πλείστον σε περιπτώσεις:

- εκπλήρωσης νομικού ή ηθικού καθήκοντος (π.χ. βάσιμη υπόνοια ότι απειλείται η ζωή ή η υγεία του θεραπευόμενου ή τρίτων ή για προστασία δημοσίου ή άλλου έννομου συμφέροντος)

- εκτέλεσης σχετικής εισαγγελικής εντολής (π.χ. κλήση του επαγγελματία ψυχικής υγείας για ένορκη κατάθεση σε δικαστήριο σχετικά με θεραπευόμενό του)

- διασφάλισης του θεραπευτικού συμφέροντος (π.χ. συζήτηση του περιστατικού σε ομάδα εποπτείας συναδέλφων με διαφύλαξη του απορρήτου της ταυτότητας του θεραπευόμενου)

- έγγραφης συναίνεσης του θεραπευόμενου (π.χ. για δημοσίευση του περιστατικού σε επιστημονικό περιοδικό με διαφύλαξη του απορρήτου της ταυτότητας του θεραπευόμενου)

 

 

 

Προγραμματισμός, Αμοιβή και Πολιτική Ακυρώσεων

Ο προγραμματισμός μίας ψυχοθεραπείας καταρτίζεται με βάση τις απαιτήσεις της επιλεγμένης θεραπευτικής παρέμβασης σε χρονική διάρκεια (45' ή 55') και σε συχνότητα των συνεδριών (μία ή δύο φορές την εβδομάδα), της διαθεσιμότητας του γραφείου σε ημέρες και ώρες (σύνηθες ωράριο λειτουργίας είναι τα καθημερινά απογεύματα, από τις 5μμ ως τις 9μμ, ωστόσο μπορεί να συμφωνηθεί κάποιο άλλο πρόγραμμα) αλλά και σύμφωνα με τις δυνατότητές σας (ανάλογα δηλαδή με τις εργασιακές ή άλλες υποχρεώσεις σας) και την προτίμησή σας, εφόσον υπάρχει διαθεσιμότητα.

Μία  ψυχοθεραπεία μπορεί να ξεκινήσει σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο του έτους. Ωστόσο, τυπικό χρονικό διάστημα εργασίας θεωρείται το ακαδημαϊκό (σχολικό) σχήμα, δηλαδή η έναρξη της θεραπευτικής περιόδου τον Σεπτέμβριο και η λήξη της στα μέσα Ιουλίου, με εβδομαδιαίες παύσεις την περίοδο των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Κατά συνέπεια, ένα μέσο ετήσιο πρόγραμμα εβδομαδιαίας ψυχοθεραπείας περιλαμβάνει περί τις 45 συνεδρίες, αφορά δηλαδή συνολικά σε 10 μήνες ενός ημερολογιακού έτους.

Η αμοιβή μίας ψυχοθεραπείας συμφωνείται επίσης βάσει της επιλεγμένης θεραπευτικής παρέμβασης και τις απαιτήσεις της σε χρονική διάρκεια. Σε οποιαδήποτε περίπτωση το ύψος της κυμαίνεται μέσα στο εύρος κοστολόγησης των υπηρεσιών ψυχοθεραπείας τουλάχιστον αναφορικά με τα τρέχοντα δεδομένα στην Αθήνα. Η δε πληρωμή της γίνεται στο τέλος της εκάστοτε συνεδρίας με τρόπο κατ' επιλογήν των θεραπευομένων (με μετρητά ή με κάρτα μέσω POS στο γραφείο και διατραπεζικά εφόσον ο τόπος διαμονής είναι εκτός Αθήνας). Το σχετικό παραστατικό (απόδειξη) αποστέλλεται μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας στη διεύθυνση επικοινωνίας των θεραπευομένων.

Η εφαρμοζόμενη πολιτική ακυρώσεων αφορά στην υποχρέωση των θεραπευομένων να καταβάλουν την αμοιβή της συνεδρίας, στην οποία δεν προσέρχονται, εφόσον δεν έχουν ενημερώσει τουλάχιστον 24 ώρες νωρίτερα ή εφόσον δεν συντρέχει σοβαρός ή αντικειμενικός λόγος. Αντίθετα, οι έγκαιρα ακυρωμένες συνεδρίες δύνανται να πραγματοποιηθούν διαδικτυακά στην ώρα του ραντεβού ή να αναπληρωθούν σε άλλο ραντεβού, εφόσον υπάρχει η σχετική ευχέρεια. Περιπτώσεις επανειλημμένης αδυναμίας προσέλευσης είναι αντικείμενο ερμηνείας και διευθέτησης μέσα από την ίδια τη θεραπευτική διαδικασία.

bottom of page